- υδρορρόη
- Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους.
Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος εσωτερικά κορμός. Kατά καιρούς κατασκευάζονταν πέτρινες, πήλινες ή και από τούβλα υ., ακόμα και από πλαστικά υλικά, έντονα χρωματισμένα. Ως αρχιτεκτονικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικό του γοτθικού ρυθμού, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Οι Γότθοι μάλιστα έδωσαν στις υδρορρόες των καθεδρικών ναών τις πιο παράξενες μορφές: τέρατα, άγρια θηρία, μάσκες, που εκτοξεύανε νερό από το στόμα τους. Αν και οι υδρορρόες του παλιού τύπου έχουν αντικατασταθεί με νεότερες μεθόδους αποχέτευσης, πολλοί αρχιτέκτονες εξακολουθούν να τις χρησιμοποιούν, συχνά μάλιστα για διακοσμητικούς λόγους.
* * *η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. ὑδρορρόα και πιθ. τ. κατά τον Ησύχ. ὑδρορύα Α1. κάθε ρείθρο νερού2. ο κατά μήκος τής περιμέτρου τής στέγης αγωγός, καθώς και το κατακόρυφο τμήμα του, για τη συγκέντρωση και αποχέτευση ή αποθήκευση τών νερών τής βροχήςνεοελλ.ναυτ. ισχυρή διαμήκης ζώστρα στο τοίχωμα και σε όλο το μήκος τού πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το κατάστρωμα, κν. επάνω κουρζέτοαρχ.διώρυγα, κανάλι2. πιθ. ύφαλος3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῡν ὕδρωψ καλούμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ῥοή (<ῥέω)].
Dictionary of Greek. 2013.